- ἀτρακίς
- ἀτρακίςSee also: ἄτρακτοςPage in Frisk: 1,180
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἀτρακίς — spinous plant fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακίδα — ἀτρακίς spinous plant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρακίδα — η (Α ἀτρακίς) ονομασία ακανθώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτρακτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος κτ , πιθ. ανομοιωτική (πρβλ. άρκος < άρκτος)] … Dictionary of Greek